- φιλέθειρος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός που συντελεί στην περιποίηση τών μαλλιών2. προσαρμοσμένος στην κόμη («φιλέθειρον σινδόνα», Ανθ. Παλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -έθειρος (< ἔθειρα «τρίχα»), πρβλ. καλλι-έθειρος].
Dictionary of Greek. 2013.